Η κατάσταση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι ανησυχητική. Οι επιδόσεις των μαθητών σε εξετάσεις όπως η PISA δείχνουν ότι τα παιδιά δυσκολεύονται να επιτύχουν. Τα αποτελέσματα της ελληνικής PISA για τη Γλώσσα και τα Μαθηματικά καταδεικνύουν ότι πολλοί μαθητές φτάνουν στο Γυμνάσιο αγράμματοι, με εκφρασμένες ελλείψεις σε βασικές γνώσεις. Παρά την αναγνώριση της σημασίας της εκπαίδευσης από τις κυβερνήσεις, οι επενδύσεις που γίνονται είναι δυσανάλογα χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα δαπανά μόλις το 5,6% του κρατικού προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, μια από τις χαμηλότερες θέσεις ανάμεσα σε 32 χώρες. Όταν προσμετρώνται και οι δαπάνες έρευνας, το ποσοστό ανέρχεται σε 6,1%. Αντίθετα, χώρες όπως η Τουρκία επενδύουν σχεδόν διπλάσια ποσά στην εκπαίδευση. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία, οι συνήθεις “τελευταίοι” στην ΕΕ, μας ξεπερνούν επίσης.
Η χαμηλή χρηματοδότηση έχει αντίκτυπο στην καθημερινότητα των μαθητών, με σχολικές υποδομές που βρίσκονται σε κακή κατάσταση και έλλειψη εκπαιδευτικού προσωπικού. Δυστυχώς, οι γονείς υποχρεώνονται να αναζητούν νταντάδες και φροντιστήρια, καθώς τα δημόσια σχολεία δεν παρέχουν επαρκείς δυνατότητες δραστηριοτήτων όπως η μουσική, ο χορός και ο αθλητισμός.
Μέσα στη συνεχιζόμενη πίεση, οι μαθητές προσπαθούν να συνδυάσουν την εκπαίδευσή τους με εξωσχολικές δραστηριότητες, αλλά συχνά αυτό τους αφήνει εξουθενωμένους. Οι γονείς, με επαγγελματικές υποχρεώσεις, βρίσκονται σε δυσκολία να υποστηρίξουν τα παιδιά τους ακαδημαϊκά, και πολλές φορές τα κέντρα μελέτης αναλαμβάνουν το σχετικό ρόλο χωρίς καμία ρύθμιση.
Αν η ελληνική εκπαίδευση θέλει να επανέλθει σε μια κανονικότητα, θα πρέπει να γίνει εθνική προτεραιότητα, απαιτώντας συναίνεση, στρατηγική και ικανή χρηματοδότηση. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, τα παιδιά θα συνεχίσουν να παλεύουν σε ένα σύστημα που δεν τους προσφέρει τις δυνατότητες που τους αξίζουν για μια αξιοπρεπή επαγγελματική πορεία.
Πηγή: naftemporiki.gr